- κρεμασμός
- κρεμ-ασμός, ὁ,A suspension, of a broken rib, unsupported by reason of the emptiness of the stomach, Hp.Art.49: generally, ib.76, Heliod. ap. Orib.49.9.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρεμασμός — suspension masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασμός — ο (AM κρεμασμός, Μ και κρεμαμός) [κρεμάννυμι] κρέμασμα μσν. πόθος … Dictionary of Greek
κρεμασμοῦ — κρεμασμός suspension masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασμῷ — κρεμασμός suspension masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμασμόν — κρεμασμός suspension masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek